- εξώπροικος
- -η, -ο (Μ ἐξώπροικος, -ον)(για περιουσιακά στοιχεία)1. αυτός που δεν περιλαμβάνεται στην προίκα2. το ουδ. ως ουσ. το εξώπροικο (Μ τὰ ἐξώπροικα)περιουσιακά στοιχεία τής συζύγου που παραμένουν στην κατοχή της και δεν περιλαμβάνονται στην προίκα.
Dictionary of Greek. 2013.